Πώς μέσα από το μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα έφτασαν στη σύλληψη του στραγγαλιστή του
Το τελευταίο βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα «Ο θησαυρός του χρόνου» οδήγησε τους αξιωματικούς της Ασφάλειας στον δολοφόνο του 83χρονου συγγραφέα που βρέθηκε νεκρός στις 6 Δεκεμβρίου στο διαμέρισμά του, στην Κυψέλη! Ο ήρωας του μυθιστορήματος ήταν αυτός που δεν δίστασε να τον σκοτώσει για να τον ληστέψει: ένας 25χρονος Ρουμάνος, τον οποίο ο πεζογράφος είχε γνωρίσει όταν ήταν ανήλικος και του στάθηκε ως ευεργέτης!
Πρώτη η «Espresso» είχε αναφερθεί σε πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ στις κρυφές πτυχές του βιβλίου που, κατά τις εκτιμήσεις των αστυνομικών του τμήματος Ανθρωποκτονιών, τους οδηγούσαν σε έναν κύκλο υπόπτων για τη δολοφονία του συγγραφέα. Το μελέτησαν εκτενώς και διαπίστωσαν ότι κυριαρχούσε η μορφή ενός ανήλικου Ρουμάνου τον οποίο ο Κουμανταρέας είχε γνωρίσει σε ένα κακόφημο μπαρ της οδού Βερανζέρου, στην Ομόνοια, και μαζί του -όπως έγραφε- γνώρισε τους «χυμούς» της ζωής.
Ετσι κατέληξαν στην πλήρη σκιαγράφηση του προφίλ του υπόπτου για τη δολοφονία του συγγραφέα, που ταίριαζε απόλυτα με τον 25χρονο (σήμερα) Ρουμάνο Στεφάν, ο οποίος είχε γνωρίσει τον Κουμανταρέα πριν από περίπου δέκα χρόνια σε ένα μπαρ. Αμέσως συνδέθηκαν φιλικά και τα επόμενα χρόνια ο πεζογράφος τον τροφοδοτούσε συχνά πυκνά με χρήματα για τις ανάγκες του.
Οι άντρες της Ασφάλειας κατάφεραν να εντοπίσουν τον Στεφάν το μεσημέρι της Δευτέρας στην πλατεία Βικτωρίας και να τον προσαγάγουν. Αρχικά ο νεαρός Ρουμάνος αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με τη δολοφονία του φίλου και ευεργέτη του, όμως αναγκάστηκε να ομολογήσει τη… μισή αλήθεια υπό το βάρος των στοιχείων που είχαν συγκεντρώσει οι αστυνομικοί, οι οποίοι εντόπισαν τόσο τα αποτυπώματα όσο και το γενετικό υλικό του κατά την εξερεύνηση του διαμερίσματος του Μένη Κουμανταρέα.
Ο 25χρονος αρνείται ότι σκότωσε τον συγγραφέα, παραδέχεται όμως πως το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου του είχε στήσει καρτέρι στην είσοδο του σπιτιού του μαζί με έναν συμπατριώτη του, καθώς γνώριζαν πως είχε πουλήσει πρόσφατα ένα σπίτι στην Κηφισιά και είχε εισπράξει μεγάλο χρηματικό ποσό: «Θέλαμε να του ζητήσουμε δανεικά. Αυτός στην αρχή αρνήθηκε να μας δώσει λεφτά και μας κάλεσε στο διαμέρισμά του. Ανεβήκαμε και εκεί διαπληκτιστήκαμε. Τον έσπρωξα και έπεσε κάτω. Εκεί ίσως να χτύπησε το κεφάλι του. Εγώ δεν κατάλαβα ότι πέθανε, γιατί αμέσως φύγαμε από το σπίτι με τον φίλο μου» είπε.
Οι αστυνομικοί μπορούν να αποδείξουν πως ο 25χρονος λέει ψέματα για τις συνθήκες της δολοφονίας, καθώς ο ιατροδικαστής την απέδωσε σε στραγγαλισμό με γυμνά χέρια. Τα χρήματα από την πώληση του ακινήτου στην οποία είχε προβεί το θύμα δεν βρέθηκαν ούτε στο σπίτι ούτε στους τραπεζικούς του λογαριασμούς.
Ενέδρα θανάτου και οι έρευνες
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ του Μένη Κουμανταρέα είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο τα ξημερώματα της 6ης Δεκεμβρίου. Ο συγγραφέας, που ήταν ένας από τους πλέον γνωστούς πεζογράφους της σύγχρονης εποχής, είχε βρεθεί στραγγαλισμένος μέσα στο διαμέρισμά του στην περιοχή της Κυψέλης, απέναντι από τη δημοτική αγορά, στην οποία τις επόμενες ημέρες δόθηκε το όνομά του. Από την πρώτη στιγμή οι έρευνες των αστυνομικών όσον αφορά το κίνητρο της άγριας δολοφονίας στράφηκαν προς την εκδοχή της ληστείας έπειτα από πολύωρο καρτέρι που είχαν στήσει οι δολοφόνοι στον 83χρονο συγγραφέα, στην είσοδο της πολυκατοικίας όπου διέμενε.
Στο μικροσκόπιο τον ερευνών είχαν μπει από την αρχή οι νυχτερινές «διαδρομές» του Μένη Κουμανταρέα στις γειτονιές της Αθήνας και κυρίως ένα ραντεβού που είχε με έναν αλλοδαπό, όπως εκμυστηρεύτηκε σε φίλους του από τους οποίους είχε ζητήσει να τον πάνε στην πλατεία Βικτωρίας για να τον συναντήσει. Δεν πήγε ποτέ, καθώς μόλις ανέβηκε στο σπίτι του («για λίγο», όπως είπε) έπεσε στην ενέδρα θανάτου! Το πόρισμα του ιατροδικαστή περιγράφει με συγκλονιστικές λεπτομέρειες ότι ο άτυχος πεζογράφος είχε χτυπηθεί άγρια από τους δολοφόνους του και είχε ξεψυχήσει από στραγγαλισμό διά γυμνών χεριών με βιαιότητα που έδειχνε ιδιαίτερο μίσος και πάθος από πλευράς αυτού που του έκοψε το νήμα της ζωής!
Μετά τη σύλληψή του από τους αστυνομικούς της Ασφάλειας ο νεαρός Ρουμάνος δολοφόνος του 83χρονου λογοτέχνη παραπέμφθηκε στον εισαγγελέα, ο οποίος του άσκησε ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση με κίνητρο τη ληστεία και τον παρέπεμψε να απολογηθεί στον ανακριτή. Μάλιστα, δεν αποκλείεται οι εισαγγελικές Αρχές να διατάξουν τη δημοσιοποίηση των στοιχείων ταυτότητας και της φωτογραφίας του δράστη.
«Ο θησαυρός του χρόνου» και τα παιδιά του Παζολίνι
Εντύπωση προκαλεί το εκτενές κεφάλαιο του Μένη Κουμανταρέα στο βιβλίο του «Ο θησαυρός του χρόνου» σε έναν Ρουμάνο, τον οποίο γνώρισε σε κακόφημο μπαρ.
«Ο Σωτήρης μού προτείνει μια θέση στον κόκκινο καναπέ και ψιθυριστά στο αυτί μού δείχνει ένα νεαρό. “Είναι καλό παιδί” μου λέει “κι έχει προσόντα”. Το μάτι σπινθηρίζει πονηρά. “Aσε τα προσόντα” του λέω “είναι έμπιστος;” “Οσο έμπιστοι είναι όλοι τους. Τουλάχιστον δεν ακούστηκε ποτέ κάτι γι’ αυτόν”. Αλλά και για τα παιδιά που έπαιρνε ο Παζολίνι δεν είχε ακουστεί τίποτα γι’ αυτά.
»Ο νεαρός είναι Ρουμάνος, για την ακρίβεια Ρουμανοτσιγγάνος και αντίθετα με τους δικούς μας μαυριδερούς γύφτους, έχει γκριζογάλανα μάτια και λευκό δέρμα. Τα ελληνικά του είναι αρκετά καλά, χωρίς να μπορεί να πει κανείς ότι έχει φοιτήσει με δάσκαλο τον Μπαμπινιώτη ή τον Μαρωνίτη. “Πώς σε λένε;” “Λούνα” μου λέει “όπως το φεγγάρι. Είμαι από το Καλαράσι κι έχω τρία χρόνια στην Αθήνα”».
Μηνύματα
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο Λούνα εργάζεται μέσω ίντερνετ ως συνοδός. Και συνεχίζει: «Κάποια στιγμή η πελατεία του Λούνα φθίνει και αραιώνει. Επαψε πια να τρέχει από τη μία άκρη της Αθήνας στην άλλη και να μου στέλνει, όταν ο ίδιος δεν μπορεί λόγω φόρτου εργασίας, κάποιο άλλο παιδί. Μου στέλνει μηνύματα στο κινητό μία φορά ότι το παιδί του είναι στο νοσοκομείο, ο αδελφός του στη φυλακή. Αυτά τα παιδιά του είδους του έχουν κάποιον οικείο στη φυλακή, αν δεν είναι και οι ίδιοι…»
«Ο Λούνα με τον καιρό μπαίνει σε ένα ημιφορτηγό και με αυτό γυρίζει την Αθήνα, μεταφέρει παλιοσίδερα που τα μεταπουλά. Ποιος ξέρει με τι πενιχρό κέρδος. Τότε έρχεται να με βρει εξουθενωμένος και εγώ τον διώχνω, τον στέλνω να κοιμηθεί. Ενα παιδί είναι στο κάτω κάτω, θα μπορούσε να είναι ανιψιός μου ή ακόμη χειρότερα εγγονός μου».
«”Δεν βγαίνει άλλο” μου είπε τις προάλλες. “Θα πρέπει να φύγω, ίσως πάω Ιταλία”. Σε λίγες μέρες έρχεται να με αποχαιρετήσει, είναι αξύριστος, με βαθουλωμένες κόγχες που κάνουν τα μάτια του περισσότερο γκρίζα παρά γαλανά. Δεν αποκλείεται να έχει βγει από την τελετουργία του χόρτου – μπάφου, όπως το ονομάζουν».
Θεοδόσης Π. Πάνου