❱❱ Αφαίρεση των όγκων στον πνεύμονα και νοσηλεία μόλις τεσσάρων ημερώνΠρωτοποριακή τεχνική για τη χειρουργική αφαίρεση των όγκων στον πνεύμονα εφαρμόζει χειρουργός σε νοσοκομείο της Βρετανίας, μειώνοντας, όπως υποστηρίζει, τον πόνο και τον απαιτούμενο χρόνο νοσηλείας των ασθενών σε μόλις τέσσερις ημέρες.
Η μέθοδος της Laura Socci, που εργάζεται στην κλινική Sheffield Teaching Hospitals NHS Trust, θεωρείται από κορυφαίους πνευμονοχειρουργούς της Βρετανίας ιδιαίτερα ασφαλής, κυρίως για ασθενείς μεγάλης ηλικίας.
Οι υπάρχουσες χειρουργικές μέθοδοι για την αφαίρεση όγκου από τον πνεύμονα προβλέπουν τη δημιουργία μιας μεγάλης τομής στον θώρακα του ασθενούς ή το άνοιγμα τριών μικρότερων τομών και ο χρόνος μετεγχειρητικής νοσηλείας ανέρχεται κατά μέσον όρο στις δύο εβδομάδες. Η Laura Socci, από την άλλη, δημιουργεί μόνο μία τομή, μέσω της οποίας αφαιρείται ο όγκος, χωρίς να προκληθούν βλάβες στον περιβάλλοντα ιστό.
Η ομάδα χειρουργών της οποίας ηγείται η Socci πραγματοποιεί το 70% των χειρουργικών επεμβάσεων στον πνεύμονα στο συγκεκριμένο νοσοκομείο. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης, ο ασθενής τοποθετείται στο πλάι και υποβάλλεται σε γενική αναισθησία. Το αναισθητικό προκαλεί την κατάρρευση των τοιχωμάτων του πνεύμονα, γεγονός που δημιουργεί τον απαραίτητο χώρο για να δουλέψουν οι χειρουργοί.
Στη συνέχεια δημιουργείται μια μικρή τομή ανάμεσα από δύο πλευρά, την οποία οι χειρουργοί χρησιμοποιούν για να φτάσουν με τα εργαλεία τους και με ειδική κάμερα στον όγκο και να τον αποκόψουν από τον υπόλοιπο ιστό. Πριν τον αφαιρέσουν, τοποθετούν τον όγκο σε ειδική πλαστική σακούλα, έτσι ώστε τα κύτταρά του να μη μολύνουν τον οργανισμό. Η επέμβαση ολοκληρώνεται με τους χειρουργούς να ράβουν την τομή μεταξύ των πλευρών. Ο όγκος που αφαιρέθηκε αποστέλλεται για εργαστηριακές εξετάσεις, για να διαπιστωθεί αν είναι κακοήθης και, αν ναι, σε ποιο στάδιο βρίσκεται ο καρκίνος.
«Η νέα μέθοδος είναι πολύ λιγότερο επεμβατική και επώδυνη για τον ασθενή, ενώ η ανάρρωση είναι ταχύτερη» σημειώνει η Laura Socci. Συνάδελφοί της εξηγούν ότι η τεχνική ενδείκνυται ιδιαίτερα για ηλικιωμένους άνω των 85 ετών, οι οποίοι είναι επικίνδυνο να υποβληθούν στις υπάρχουσες μεθόδους.