❱❱ Θα γύριζα αύριο, εάν αφήναμε τους άξιους να προχωρήσουν μπροστά και να μας οδηγήσουν ψηλά, αντί να τους υποβιβάζουμε. Στην Αγγλία σού επιτρέπουν ακριβώς αυτό. Γι’ αυτό επιλέγω την Αγγλία»Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον ορθοπεδικό Νίκο Κεραμάρη, που το 2012 αποφάσισε να φύγει από την Ελλάδα. Η εμπειρία του από το ελληνικό δημόσιο νοσοκομείο μόνο τραυματική μπορεί να χαρακτηρίστεί, καθώς έχει εργαστεί στο ΚΑΤ, κάνοντας 24ωρες εφημερίες στις οποίες «έξι ειδικευόμενοι γιατροί εξυπηρετούσαμε έως 100 ασθενείς», όπως μας είπε.
Εάν πιστεύετε ότι αυτός ο αριθμός είναι υπερβολικός, τότε σίγουρα δεν έχετε ακούσει τι συμβαίνει στις παθολογικές κλινικές του ΚΑΤ, όπου «σπεύδουν έως 300 άτομα στην εφημερία. Αυτό σημαίνει ότι έξι γιατροί, που κάλυπταν πρωί βράδυ την 24ωρη εφημερία, έβλεπαν 50 ασθενείς καθένας σε πραγματικά πολύ άσχημες συνθήκες εργασίας, με ελλείψεις σε βασικά υλικά, αλλά και σε νοσηλευτικό προσωπικό. Παίρναμε την πίεση από τους ασθενείς, κάναμε αιμοληψίες, ακόμα και ορούς τούς αλλάζαμε», όπως μας είπε.
Ο κ. Κεραμάρης είναι ένας από τους 18.000 Ελληνες γιατρούς που ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό, κυρίως σε χώρες της Ευρώπης. Οι περισσότεροι από αυτούς έφυγαν τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, αφού πρώτα το ελληνικό κράτος πλήρωσε 85.000 ευρώ για την εκπαίδευση κάθε λειτουργού του Ιπποκράτη. Την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα των Μνημονίων και της φτώχειας, ένας στους τέσσερις γιατρούς (μέλη του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών – ΙΣΑ) είναι άνεργος ή υποαπασχολούμενος.
Μεγάλες επιπτώσεις
Σύμφωνα με τον Μιχάλη Βλασταράκο, πρόεδρο του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου (ΠΙΣ), η μετανάστευση των νέων γιατρών έχει μεγάλες επιπτώσεις τόσο στο σύστημα υγείας όσο και στο ασφαλιστικό σύστημα, και τελικά στην ίδια την κοινωνία: «Δυστυχώς, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, το σύστημα υγείας στερείται υψηλό εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, με υψηλές γνώσεις και δεξιότητες για τις οποίες το ελληνικό κράτος έχει δαπανήσει πολλά χρήματα. Με αυτό το άριστα εκπαιδευμένο προσωπικό, λοιπόν, αιμοδοτούμε τα ξένα συστήματα υγείας».
Να σημειωθεί ότι η «διαρροή εγκεφάλων» ή «brain drain» έχει για τη χώρα μας δυσμενέστατες οικονομικές προεκτάσεις, καθώς η Ελλάδα δεν αξιοποιεί τους επιστήμονες των οποίων χρηματοδότησε τις σπουδές. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στην ημερίδα για τον τουρισμό υγείας της Ελλάδας, που πραγματοποιήθηκε στο London School of Economics (LSH) τον περασμένο Νοέμβριο, κάθε φοιτητής Ιατρικής κοστίζει στην Ελληνική Πολιτεία 12.000 ευρώ τον χρόνο, ενώ μέχρι να τελειώσει τις σπουδές του θα έχουν δαπανηθεί περισσότερα από 85.000 ευρώ, κατά προσέγγιση. Ακόμα περισσότεροι από 10.000 γιατροί της Αθήνας έχουν αποχωρήσει από τη χώρα την τελευταία δεκαετία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα αποτελεί τη δεύτερη χώρα προέλευσης μεταναστών γιατρών που απασχολούνται στη Γερμανία.
Σύμφωνα με τον κ. Βλασταράκο, οι γιατροί που φεύγουν είναι απαραίτητοι, γιατί το ΕΣΥ γερνά μαζί με τον υπόλοιπο ελληνικό πληθυσμό: «Ο μέσος όρος ηλικίας των γιατρών του ΕΣΥ είναι 60 ετών και γι’ αυτό υπάρχει αδυναμία στελέχωσης πολλών βασικών ειδικοτήτων για τη λειτουργία της Υγείας και της περίθαλψης στη χώρα. Εκείνο που θα πρέπει να προβληματίσει ιδιαίτερα την Πολιτεία είναι οι νησιωτικές περιοχές. Η αποδόμηση των νησιών μας από παλιούς γιατρούς και η αδυναμία στελέχωσης των υγειονομικών υποδομών (νοσοκομεία, Κέντρα Υγείας, πολυϊατρεία) από νέους γιατρούς γίνονται εντονότερες κάθε χρόνο που περνά».
Επίσης, ένας άλλος κίνδυνος που επισημαίνει ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου κ. Βλασταράκος είναι οι επιπτώσεις της μετανάστευσης στο εύθραυστο ασφαλιστικό σύστημα: «Τα Ταμεία στερούνται τις εισφορές των περίπου 18.000 γιατρών που έχουν μεταναστεύσει, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μεγάλο πρόβλημα στην ασφάλιση και στις συντάξεις στο άμεσο μέλλον».
Να σημειωθεί ότι στην Κύπρο οι μισθοί των γιατρών της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας φτάνουν τα 130.000 ευρώ τον χρόνο και των ειδικευμένων τα 150.000 ευρώ τον χρόνο, όπως εξηγεί ο κ. Βλασταράκος: «Εάν η Πολιτεία δεν εξαιρέσει την Υγεία από τις περικοπές και δεν δώσει κίνητρα στους γιατρούς που έφυγαν να γυρίσουν πίσω ή σε αυτούς που σκέφτονται να μεταναστεύουν στο άμεσο μέλλον, δεν θα μπορέσει να επαναπατρίσει αυτό το εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, για το οποίο έχει δαπανήσει εκατομμύρια ευρώ για να το εκπαιδεύσει».