❱❱ Όσοι δεν ασκούνται διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο πρόωρου θανάτου
Νέα έρευνα Νορβηγών επιστημόνων κρούει άλλη μία φορά των κώδωνα του κινδύνου αναφορικά με την καθιστική ζωή, υποστηρίζοντας ότι όσοι δεν ασκούνται και υιοθετούν επί 20 χρόνια έναν καθιστικό τρόπο ζωής διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο πρόωρου θανάτου.
Η συγκεκριμένη έρευνα, που παρουσιάστηκε το περασμένο Σάββατο στο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρίας Καρδιολογίας και στο Διεθνές Συνέδριο Καρδιολογίας, είναι η πρώτη που παρατήρησε τη σταθερότητα ή τις εναλλαγές στις συνήθειες σε σχέση με τη σωματική άσκηση σε διάστημα 22 ετών.
Σύμφωνα με τη δρα Τριν Μόχολντ του Νορβηγικού Πανεπιστημίου Επιστήμης και Τεχνολογίας στο Τρόντχαϊμ, τα αποτελέσματα της νέας μελέτης αναδεικνύουν τα οφέλη της γυμναστικής σε ό,τι αφορά την πρόληψη του πρόωρου θανάτου από οποιαδήποτε αιτία ή από καρδιαγγειακές νόσους.
«Είναι σημαντικό να αρχίσει κανείς να ασκείται, ακόμα και αν προηγουμένως δεν γυμναζόταν» επισήμανε η δρ Μόχολντ.
Ανω των 20 ετών
Στην έρευνα (που άρχισε το 1984 και ολοκληρώθηκε το 2008) συμμετείχαν 23.146 κάτοικοι της Νορβηγίας άνω των 20 ετών, οι οποίοι χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες, ανάλογα με το επίπεδο σωματικής άσκησης που ακολουθούσαν:
η πρώτη ομάδα αφορούσε τους μη δραστήριους, δηλαδή όσους δεν ασκούνταν καθόλου, η δεύτερη ομάδα αφορούσε τους μέτρια δραστήριους (λιγότερες από δύο ώρες σωματικής άσκησης την εβδομάδα), ενώ στην τρίτη ομάδα μετείχαν οι πολύ δραστήριοι (πάνω από δύο ώρες άσκηση σε εβδομαδιαία βάση).
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι εκείνοι που δεν ασκούνταν όλο το διάστημα των 20 και πλέον ετών είχαν διπλάσιο κίνδυνο πρόωρου θανάτου από οποιαδήποτε αιτία και ήταν 2,7 φορές πιθανότερο να πεθάνουν από καρδιαγγειακές νόσους, ενώ εκείνοι που σε όλη τη διάρκεια της μελέτης ήταν μετρίως δραστήριοι διέτρεχαν 60% υψηλότερο κίνδυνο θανάτου οποιασδήποτε αιτιολογίας και 90% αυξημένη πιθανότητα θανάτου από καρδιαγγειακές νόσους σε σχέση με εκείνους που ασκούνταν τακτικά.
Θετικά ήταν τα ευρήματα για εκείνους που, ενώ δεν ασκούνταν στην αρχή της μελέτης, στη συνέχεια υιοθέτησαν κάποια μορφή δραστηριότητας, ενώ όσοι γυμνάζονταν στην αρχή αλλά στη συνέχεια διέκοψαν εμφάνιζαν τα ίδια επίπεδα κινδύνου με εκείνα των μη δραστήριων.