Νέα έρευνα Ελλήνων επιστημόνων δείχνει ότι η μείωση της μυϊκής μάζας στους μεσήλικες αυξάνει τον κίνδυνο μελλοντικού εμφράγματος ή εγκεφαλικού, ιδίως στους άνδρες.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η διατήρηση της μυϊκής μάζας στους υγιείς ανθρώπους που βρίσκονται στη μέση ηλικία μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο εμφράγματος ή εγκεφαλικού.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο κίνδυνος αυτός είναι περίπου τετραπλάσιος για τους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες.
Οι Έλληνες επιστήμονες που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό επιδημιολογίας «Journal of Epidemiology & Community Health» μελέτησαν σε βάθος δεκαετίας 1.019 άτομα άνω των 45 ετών, χωρίς προηγούμενα καρδιαγγειακά προβλήματα. Η έρευνα έγινε στο πλαίσιο της μελέτης Attica που αφορά τον γενικό πληθυσμό στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας. Στο χρονικό αυτό διάστημα 272 άτομα (το 27%) είχαν θανατηφόρα και μη καρδιαγγειακά επεισόδια.
Τα ευρήματα
Προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει ότι η απώλεια μυϊκής μάζας αυξάνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο σε ανθρώπους με υπάρχοντα καρδιολογικά προβλήματα. Ωστόσο, η νέα μελέτη έδειξε ότι ο κίνδυνος αφορά και τους υγιείς μεσήλικες. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα άτομα με την περισσότερη μυϊκή μάζα είχαν 81% μικρότερο κίνδυνο σε σχέση με εκείνα που είχαν μικρότερη μάζα. Οι επιστήμονες επεσήμαναν ότι αυτά τα ευρήματα δείχνουν πως είναι σημαντική η διατήρηση της μυϊκής μάζας για την καρδιαγγειακή υγεία μετά τα 45, ιδίως στους άνδρες.
Στη μελέτη συμμετείχαν ο δρ Στέφανος Τυροβολάς του ιατρικού κέντρου Parc Sanitari Sant Joan de Déu της Βαρκελόνης και του Τμήματος Επιστήμης Διαιτολογίας και Διατροφής του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, ο καθηγητής Δημοσθένης Παναγιωτάκος και η Εκάβη Γεωργουσοπούλου από το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, καθώς επίσης ο καθηγητής του ΕΚΠΑ Δημήτρης Τούσουλης (διευθυντής της Α΄ Καρδιολογικής Κλινικής στο Ιπποκράτειο), ο καθηγητής Χρήστος Πίτσαβος (Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών) και η γιατρός Χριστίνα Χρυσοχόου. Αξίζει να σημειωθεί ότι σχεδόν η μισή μάζα του ανθρώπινου σώματος αποτελείται από σκελετική μυϊκή μάζα, ο όγκος της οποίας μπορεί να αρχίσει να μειώνεται ήδη από τα 35 περίπου έτη, με ρυθμό τουλάχιστον 3% ανά δεκαετία.