Οι έγκυες με διατροφικές διαταραχές πρέπει να κάνουν περισσότερες εξετάσεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, δεδομένου ότι διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών, σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε το σουηδικό Ινστιτούτο Karolinska.
Τα ευρήματα της συγκεκριμένης μελέτης, που δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση «JAMA Psychiatry», έδειξαν ότι τα παιδιά μητέρων με διατροφικές διαταραχές διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να γεννηθούν πρόωρα και με μειωμένη περίμετρο κεφαλιού.
Αναιμία
Επίσης έλαβαν υπόψη αν η διατροφική διαταραχή ήταν παρελθούσα ή ενεργή. Διαπιστώθηκε ότι όλα τα είδη διατροφικών διαταραχών αύξαναν τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού, μικροκεφαλίας και υπερέμεσης (ένα σοβαρό είδος ναυτίας και εμετού που προσβάλλει τις μητέρες). Παράλληλα, ο κίνδυνος αναιμίας ήταν δύο φορές υψηλότερος για τις γυναίκες με ανορεξία ή ΜΠΑ διατροφική διαταραχή συγκριτικά με τις μητέρες που δεν είχαν διατροφικές διαταραχές. Η ενεργή ανορεξία σχετίστηκε επίσης με αυξημένο κίνδυνο προγεννητικής αιμορραγίας.
Ο κίνδυνος αυξανόταν όταν η ασθένεια ήταν ενεργή, αλλά οι γυναίκες που δεν «θεραπεύτηκαν» για μια διατροφική διαταραχή που είχε εμφανιστεί πάνω από έναν χρόνο πριν από τη σύλληψη διέτρεχαν επίσης αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών συγκριτικά με εκείνες που δεν είχαν διαγνωστεί ποτέ με κάποια διαταραχή τέτοιου τύπου.
Οι έγκυες με διατροφικές διαταραχές ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου για επιπλοκές. «Από κλινικής άποψης αυτό σημαίνει ότι χρειάζονται περισσότερες και πιο συχνές εξετάσεις» εξήγησε η Άνγκλα Μάντελ, ερευνήτρια στο Τμήμα Ιατρικής του Ινστιτούτου Karolinska, επικεφαλής γιατρός μαιευτικής και γυναικολογίας και μία από τους συντάκτες της μελέτης. Σύμφωνα με τους ερευνητές, υπάρχουν πολλές πιθανές εξηγήσεις για αυτές τις συσχετίσεις. Μια ανεπαρκής διατροφή με τις συνεπακόλουθες ελλείψεις θρεπτικών συστατικών εμποδίζει την εμβρυική ανάπτυξη.