Ενα γονίδιο που ευθύνεται όχι μόνο για την αϋπνία αλλά και για ακόμα δύο νευρολογικές παθήσεις που προκαλούν διαταραχές στον ύπνο και στην ανάπαυση εντόπισαν Ολλανδοί και Γερμανοί ερευνητές.
Εντόπισαν το γονίδιο που ευθύνεται για τη διαταραχή
Και η αϋπνία «πηγάζει» από το DNA μας. Ενα γονίδιο που ευθύνεται όχι μόνο για την αϋπνία αλλά και για ακόμα δύο νευρολογικές παθήσεις που προκαλούν διαταραχές στον ύπνο και στην ανάπαυση εντόπισαν Ολλανδοί και Γερμανοί ερευνητές.
Το MEIS1 το ξεχώρισαν ανάμεσα σε συνολικά επτά γονίδια που εμπλέκονται στη διαδικασία της μεταγραφής του DNA και της εξωκυττάρωσης των μορίων και μπορεί να ευθύνονται για την αϋπνία, τα οποία κατέγραψαν μελετώντας δεδομένα για συνολικά 113.000 άτομα που υπέφεραν από σχετικές διαταραχές (με βάση στοιχεία από το Ολλανδικό Μητρώο Υπνου slaapregister).
Στη δημοσίευση των συμπερασμάτων της μελέτης τους στο περιοδικό «Nature Genetics» οι ερευνητές από τα πανεπιστήμια Vrije Universiteit του Αμστερνταμ και Helmholtz Zentrum του Μονάχου επισημαίνουν πως το γονίδιο MEIS1 συνδέεται ταυτόχρονα με την πάθηση περιοδικής κίνησης των άκρων στον ύπνο (PLMS), γνωστή και ως νυχτερινός μυοκλόνος (στην οποία τα πόδια συσπώνται ή εκδηλώνουν τικ κατά τη διάρκεια του ύπνου) και με το σύνδρομο ανήσυχων ποδιών (RLS), ένα αισθητικό – κινητικό νόσημα (οι ασθενείς έχουν αίσθημα δυσφορίας και ακατανίκητη, ασυναίσθητη υπερκινητικότητα των ποδιών, επιδεινούμενη τις απογευματινές ή τις βραδινές ώρες και στη διάρκεια της ανάπαυσης), αλλά και με την κλασική αϋπνία (δυσκολία χαλάρωσης και παραμονής σε κατάσταση ύπνου).
Αγχος
Υπογραμμίζουν, μάλιστα, πως η γονιδιακή αυτή απόκλιση μπορεί να έχει και άλλες μορφές εκδήλωσης, όπως διαταραχές άγχους, κατάθλιψη και νευρωτισμό ή χαμηλή αίσθηση ευεξίας. Η έρευνα, που προσφέρει δυνατότητες βαθύτερης κατανόησης των διαταραχών του ύπνου, της σοβαρότητάς τους και της προδιάθεσης για εκδήλωσή τους, θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέες θεραπείες για την αϋπνία.
Στο πλαίσιο της ίδιας μελέτης, οι ερευνητές επισήμαναν σημαντικές διαφορές στην έκφραση των γενετικών αποκλίσεων σε άνδρες και γυναίκες, τονίζοντας πως στην εκδήλωσης της αϋπνίας στα δύο φύλα εμπλέκονται διαφορετικές βιολογικές διεργασίες. Ηταν χαρακτηριστικό πως στο δείγμα που εξετάστηκε από αϋπνίες υπέφερε το 33% των γυναικών αλλά μόλις το 24% των ανδρών ηλικίας άνω των 50 ετών.