Αλληλεπίδραση του εγκεφάλου με το μικροβίωμα του εντέρου
Αλληλεπίδραση του εγκεφάλου με το μικροβίωμα του εντέρου
Υπάρχουν όλο και περισσότερες ενδείξεις για μια σύνδεση μεταξύ του εγκεφάλου και του μικροβιώματος του εντέρου, η οποία μάλιστα μπορεί να επηρεάσει μεγάλη γκάμα οργάνων. Δεν είναι, όμως, σαφές εάν το έντερο επηρεάζει τον εγκέφαλο ή το αντίθετο.
Οι επιστήμονες Jasenka Zubcevic του Τμήματος Φυσιολογικών Επιστημών και Christopher Martynuik της Τοξικολογίας στο πανεπιστήμιο της Φλόριντα μελέτησαν πώς το ανθρώπινο μικροβίωμα ή μικροχλωρίδα αλληλεπιδρά με τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό.
Μία από τις λειτουργίες του εγκεφάλου είναι να προετοιμάζει το ανοσοποιητικό σύστημα και την άμυνα του οργανισμού. Ολα τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος «γεννιούνται» στον μυελό των οστών. Το έντερο παίζει, επίσης, σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία του ανοσοποιητικού συστήματος, έτσι το ερώτημα που προέκυψε είναι αν θα μπορούσαν τα ανοσοκύτταρα του μυελού των οστών να παίζουν ρόλο στη σηματοδότηση μεταξύ του εγκεφάλου και του εντέρου.
Η έρευνα
Αντικατέστησαν, λοιπόν, τον φυσιολογικό μυελό των οστών σε ποντίκια με κύτταρα μυελού των οστών γενετικά τροποποιημένων ποντικιών, με έλλειψη στο μόριο βήτα-αδρενεργικό υποδοχέα, που έκανε τον μυελό των οστών λιγότερο ευαίσθητο στα νευρικά σήματα από τον εγκέφαλο, ώστε να διερευνήσουν πώς η επικοινωνία εγκεφάλου – ανοσοποιητικού συστήματος ξενιστή θα τροποποιήσει το μικροβίωμα του εντέρου. Διαπίστωσαν ότι το νευρικό σύστημα, κατευθυνόμενο από τον εγκέφαλο, μπορεί να τροποποιήσει τη σύνθεση της μικροχλωρίδας του εντέρου, επικοινωνώντας απευθείας με τα ανοσοκύτταρα του μυελού των οστών.
Επομένως, ο εγκέφαλος μπορεί να αλλάξει έμμεσα το μικροβίωμα του εντέρου μέσω των μηνυμάτων που φτάνουν ή δεν φτάνουν στον νωτιαίο μυελό. Λιγότερα φλεγμονώδη κύτταρα στον μυελό των οστών είχαν ως αποτέλεσμα λιγότερα φλεγμονώδη κύτταρα και στο έντερο, γιατί ήταν λιγότερο ικανά να διεισδύσουν στο έντερο και να επηρεάσουν το βακτηριακό περιβάλλον του. Τέλος, διαπίστωσαν, επίσης, ότι η πεπτική χλωρίδα καθορίζεται από τη γήρανση και όχι από τη φύση.